φωτοπηξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοπηξία (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική photocoagulation. Μορφολογικά αναλύεται σε φωτο- + -πηξία (< αρχαία ελληνική πήγνυμι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτοπηξία θηλυκό
- (ιατρική, νεολογισμός) επεμβατική τεχνική για την πήξη τμημάτων ιστού κυριώς για θεραπεία ασθενειών του ματιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτοπηξία
Πηγές
επεξεργασία- φωτοπηξία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- φωτοπηξία - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr