φωτομικρογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτομικρογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική photomicrograph / photomicrography < αρχαία ελληνική φῶς + μικρός + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτομικρογραφία θηλυκό
- (φωτογραφία, νεολογισμός) η φωτογραφία που λαμβάνεται με τη χρήση μικροσκοπίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτομικρογραφία