φωτοκαρκινογένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτοκαρκινογένεση | οι | φωτοκαρκινογενέσεις |
γενική | της | φωτοκαρκινογένεσης | των | φωτοκαρκινογενέσεων |
αιτιατική | τη | φωτοκαρκινογένεση | τις | φωτοκαρκινογενέσεις |
κλητική | φωτοκαρκινογένεση | φωτοκαρκινογενέσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωτοκαρκινογένεση < φωτο- + καρκινογένεση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική photocarcinogenesis
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.to.kaɾ.ci.noˈʝe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐καρ‐κι‐νο‐γέ‐νε‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτοκαρκινογένεση θηλυκό
- (νεολογισμός, βιολογία) καρκινογένεση που προκαλείται από τις ακτίνες του ηλιακού φωτός
- ※ Σημειώνεται ότι η UVA ευθύνεται για τη βραχυπρόθεσμη επίπτωση της ηλιακής ακτινοβολίας στο δέρμα -το κοκκίνισμα και το έγκαυμα- ενώ η UVB δρα μακροπρόθεσμα και καταστροφικά, αφού σε αυτήν αποδίδεται η γήρανση του δέρματος, αλλά και η φωτοκαρκινογένεση. (Το «σοκολατί χρώμα» θέλει μεγάλη προσοχή, Η Καθημερινή, 9 Αυγούστου 2008)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτοκαρκινογένεση
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr