Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωτοθάλαμος οι φωτοθάλαμοι
      γενική του φωτοθαλάμου
φωτοθάλαμου
των φωτοθαλάμων
    αιτιατική τον φωτοθάλαμο τους φωτοθαλάμους
     κλητική φωτοθάλαμε φωτοθάλαμοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοθάλαμος < φωτο- (< φως < αρχαία ελληνική φάος / φῶς) + αρχαία ελληνικήθάλαμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fo.toˈθa.la.mos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοθάλαμος αρσενικό

  1. (σύνηθες) θάλαμος εμφάνισης, θάλαμος χημικής εμφάνισης αναλογικής φωτογραφίας
  2. (παρωχημένο) η φωτογραφική κάμερα

  Μεταφράσεις επεξεργασία