↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτοευαισθητοποιημένος η φωτοευαισθητοποιημένη το φωτοευαισθητοποιημένο
      γενική του φωτοευαισθητοποιημένου της φωτοευαισθητοποιημένης του φωτοευαισθητοποιημένου
    αιτιατική τον φωτοευαισθητοποιημένο τη φωτοευαισθητοποιημένη το φωτοευαισθητοποιημένο
     κλητική φωτοευαισθητοποιημένε φωτοευαισθητοποιημένη φωτοευαισθητοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτοευαισθητοποιημένοι οι φωτοευαισθητοποιημένες τα φωτοευαισθητοποιημένα
      γενική των φωτοευαισθητοποιημένων των φωτοευαισθητοποιημένων των φωτοευαισθητοποιημένων
    αιτιατική τους φωτοευαισθητοποιημένους τις φωτοευαισθητοποιημένες τα φωτοευαισθητοποιημένα
     κλητική φωτοευαισθητοποιημένοι φωτοευαισθητοποιημένες φωτοευαισθητοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτοευαισθητοποιημένος < λείπει η ετυμολογία

φωτοευαισθητοποιημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία