Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η φωτοακουστική
      γενική της φωτοακουστικής
    αιτιατική τη φωτοακουστική
     κλητική φωτοακουστική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοακουστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φωτοακουστικός, φωτο- + ακουστική (λόγιο ενδογενές δάνειο:) αγγλική photoacoustics < ρωσική фотоакустический (από τη δεκαετία του 1970)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοακουστική θηλυκό

  • (φυσική) μελέτη της μετατροπής του φωτός σε ακουστικό κύμα, της δημιουργίας ήχου από την απορρόφηση του φωτός από ένα σώμα, από υλικό μέσο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φωτοακουστική