Ετυμολογία

επεξεργασία
фотоакустический < фото- (< αρχαία ελληνική φῶς) + акустический (< αρχαία ελληνική ἀκουστικός)

  Επίθετο

επεξεργασία

фотоакустический (ru) αρσενικό, фотоакустическая θηλυκό, фотоакустическое ουδέτερο