Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φωστηρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φωστηρικ
ός
η
φωστηρικ
ή
το
φωστηρικ
ό
γενική
του
φωστηρικ
ού
της
φωστηρικ
ής
του
φωστηρικ
ού
αιτιατική
τον
φωστηρικ
ό
τη
φωστηρικ
ή
το
φωστηρικ
ό
κλητική
φωστηρικ
έ
φωστηρικ
ή
φωστηρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φωστηρικ
οί
οι
φωστηρικ
ές
τα
φωστηρικ
ά
γενική
των
φωστηρικ
ών
των
φωστηρικ
ών
των
φωστηρικ
ών
αιτιατική
τους
φωστηρικ
ούς
τις
φωστηρικ
ές
τα
φωστηρικ
ά
κλητική
φωστηρικ
οί
φωστηρικ
ές
φωστηρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φωστηρικός
<
φωστήρας
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
φωστηρικός
ο σχετικός με φωστήρες (
αστέρες
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φωστηρικός