φωναράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φωναράς | οι | φωναράδες |
γενική | του | φωναρά | των | φωναράδων |
αιτιατική | τον | φωναρά | τους | φωναράδες |
κλητική | φωναρά | φωναράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφωναράς αρσενικό (θηλυκό φωναρού, ουδέτερο φωναράδικο)
- (παρωχημένο) ο φωνακλάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωναράς
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.