Δείτε επίσης: φωνάρας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωναράς οι φωναράδες
      γενική του φωναρά των φωναράδων
    αιτιατική τον φωναρά τους φωναράδες
     κλητική φωναρά φωναράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωναράς < φωνή + (μεγεθυντικό) -αράς (πρβ. υπναράς κ.λπ.)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωναράς αρσενικό (θηλυκό φωναρού, ουδέτερο φωναράδικο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.