φωναγωγός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωναγωγός αρσενικό
- (ναυτικός όρος): παλαιότερη σωληνωτή εσωτερική εγκατάσταση επικοινωνίας των πλοίων.
- ο φωναγωγός, συνηθέστερα χάλκινος σωλήνας, συνέδεε την γέφυρα του πλοίου με το μηχανοστάσιο, οι δε άκρες του πωματίζονταν με σφυρίκτρες
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωναγωγός
|