Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωναγωγός οι φωναγωγοί
      γενική του φωναγωγού των φωναγωγών
    αιτιατική τον φωναγωγό τους φωναγωγούς
     κλητική φωναγωγέ φωναγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωναγωγός < φωνή + αγωγός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωναγωγός αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος): παλαιότερη σωληνωτή εσωτερική εγκατάσταση επικοινωνίας των πλοίων.
    ο φωναγωγός, συνηθέστερα χάλκινος σωλήνας, συνέδεε την γέφυρα του πλοίου με το μηχανοστάσιο, οι δε άκρες του πωματίζονταν με σφυρίκτρες

  Μεταφράσεις επεξεργασία