φυτωνυμικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυτωνυμικό < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phytonyme < ελληνιστική κοινή φυτώνυμος < αρχαία ελληνική φυτόν + ὄνομα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυτωνυμικό ουδέτερο
- (γλωσσολογία) άλλη μορφή του φυτωνύμιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυτωνυμικό
|