Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυτοκοινωνιολογικός η φυτοκοινωνιολογική το φυτοκοινωνιολογικό
      γενική του φυτοκοινωνιολογικού της φυτοκοινωνιολογικής του φυτοκοινωνιολογικού
    αιτιατική τον φυτοκοινωνιολογικό τη φυτοκοινωνιολογική το φυτοκοινωνιολογικό
     κλητική φυτοκοινωνιολογικέ φυτοκοινωνιολογική φυτοκοινωνιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυτοκοινωνιολογικοί οι φυτοκοινωνιολογικές τα φυτοκοινωνιολογικά
      γενική των φυτοκοινωνιολογικών των φυτοκοινωνιολογικών των φυτοκοινωνιολογικών
    αιτιατική τους φυτοκοινωνιολογικούς τις φυτοκοινωνιολογικές τα φυτοκοινωνιολογικά
     κλητική φυτοκοινωνιολογικοί φυτοκοινωνιολογικές φυτοκοινωνιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτοκοινωνιολογικός < φυτοκοινωνιολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

φυτοκοινωνιολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία