φυτογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυτογραφία | οι | φυτογραφίες |
γενική | της | φυτογραφίας | των | φυτογραφιών |
αιτιατική | τη | φυτογραφία | τις | φυτογραφίες |
κλητική | φυτογραφία | φυτογραφίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυτογραφία < φυτο- + -γραφία, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phytography
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυτογραφία θηλυκό
- (βοτανική) η φυτική περιγραφή, η λεπτομερής περιγραφή των υπέργειων και υπόγειων τμημάτων του φυτού, όπως επίσης η αναπαράστασή τους με σχεδιαγράμματα και η απεικόνισή τους με με φωτογραφίες
- μάθημα και κλάδος της Βοτανικής και της Γεωπονικής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυτογραφία