Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυτογραφία οι φυτογραφίες
      γενική της φυτογραφίας των φυτογραφιών
    αιτιατική τη φυτογραφία τις φυτογραφίες
     κλητική φυτογραφία φυτογραφίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτογραφία < φυτο- + -γραφία, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phytography

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυτογραφία θηλυκό

  1. (βοτανική) η φυτική περιγραφή, η λεπτομερής περιγραφή των υπέργειων και υπόγειων τμημάτων του φυτού, όπως επίσης η αναπαράστασή τους με σχεδιαγράμματα και η απεικόνισή τους με με φωτογραφίες
  2. μάθημα και κλάδος της Βοτανικής και της Γεωπονικής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία