↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυσικοχημικός η φυσικοχημική το φυσικοχημικό
      γενική του φυσικοχημικού της φυσικοχημικής του φυσικοχημικού
    αιτιατική τον φυσικοχημικό τη φυσικοχημική το φυσικοχημικό
     κλητική φυσικοχημικέ φυσικοχημική φυσικοχημικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυσικοχημικοί οι φυσικοχημικές τα φυσικοχημικά
      γενική των φυσικοχημικών των φυσικοχημικών των φυσικοχημικών
    αιτιατική τους φυσικοχημικούς τις φυσικοχημικές τα φυσικοχημικά
     κλητική φυσικοχημικοί φυσικοχημικές φυσικοχημικά
Το θηλυκό, όταν αναφέρεται στην επιστήμονα, είναι όμοιο με το αρσενικό
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσικοχημικός < φυσικοχημεία

  Επίθετο

επεξεργασία

φυσικοχημικός, -ή/-ός, -ό

  1. σχετικός με τη φυσικοχημεία
  2. ειδικός στη φυσικοχημεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία