φυλογονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phylogénie < αρχαία ελληνική φῦλ(ον) -ο- + -γονία γίγνομαι [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.lo.ɣoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐λο‐γο‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυλογονία θηλυκό
- η φυλογένεια
- η φυλογένεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυλογονία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φυλογονία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας