Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλογονία οι φυλογονίες
      γενική της φυλογονίας των φυλογονιών
    αιτιατική τη φυλογονία τις φυλογονίες
     κλητική φυλογονία φυλογονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phylogénie < αρχαία ελληνική φῦλ(ον) -ο- + -γονία γίγνομαι [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.lo.ɣoˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐λο‐γο‐νί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυλογονία θηλυκό

  1. η φυλογένεια
  2. η φυλογένεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία