φυλλομέτρημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυλλομέτρημα < (φυλλομετρώ) φυλλομετρη- + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυλλομέτρημα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φυλλομετρώ, το να ξεφυλλίζει κάποιος ένα βιβλίο ή έντυπο χωρίς ουσιαστικά να το διαβάζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυλλομέτρημα
|
Πηγές επεξεργασία
- φυλλομέτρημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας