↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυλλομέτρημα τα φυλλομετρήματα
      γενική του φυλλομετρήματος των φυλλομετρημάτων
    αιτιατική το φυλλομέτρημα τα φυλλομετρήματα
     κλητική φυλλομέτρημα φυλλομετρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυλλομέτρημα < (φυλλομετρώ) φυλλομετρη- + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυλλομέτρημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία