Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλλομετρώ < φύλλα (βιβλίου) + μετρώ (για να αποδοθεί κατά τον 19ο αιώνα το γαλλικό feuilleter)

  Ρήμα επεξεργασία

φυλλομετρώ

  • ψευδοδιαβάζω, διαβάζω αφηρημένα ή επί τροχάδην ένα βιβλίο ή κάποιο έντυπο, το ξεφυλλίζω σαν να μετράω απλώς τα φύλλα του αντί να το μελετώ
    Περίμενα με αγωνία στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου και φυλλομετρούσα νευρικά κάτι ανούσια έντυπα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία