Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φροϋδισμός οι φροϋδισμοί
      γενική του φροϋδισμού των φροϋδισμών
    αιτιατική τον φροϋδισμό τους φροϋδισμούς
     κλητική φροϋδισμέ φροϋδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φροϋδισμός < Φρόυδ (όπως είχε αποδοθεί τον περασμένο αιώνα το όνομα Freud) + -ισμός < απόδοση του γερμανικού όρου Freudismus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φροϋδισμός αρσενικό

  • η ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόυντ

  Μεταφράσεις επεξεργασία