Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρουτόψωμο τα φρουτόψωμα
      γενική του φρουτόψωμου των φρουτόψωμων
    αιτιατική το φρουτόψωμο τα φρουτόψωμα
     κλητική φρουτόψωμο φρουτόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κομμένο φρουτόψωμο

  Ετυμολογία el επεξεργασία

φρουτόψωμο < φρούτ(ο) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρουτόψωμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία