φρουριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φρουριακός
- ο σχετικός με το φρούριο
- φρουριακός ή πολιορκητικός πόλεμος ήταν εκείνος που γινόταν για την κατάληψη φρουρίου ή κάστρου (π.χ. της Σεβαστουπόλεως ή της Λιέγης)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρουριακός
|