φρικίασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρικίασμα < φρικιάζω + -μα < ελληνιστική κοινή φρικιάω < αρχαία ελληνική φρίκη
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρικίασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του φρικιάζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρικίασμα
|