↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φραγκόφτυαρο τα φραγκόφτυαρα
      γενική του φραγκόφτυαρου των φραγκόφτυαρων
    αιτιατική το φραγκόφτυαρο τα φραγκόφτυαρα
     κλητική φραγκόφτυαρο φραγκόφτυαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φραγκόφτυαρο < (φράγκικος) φραγκό- + φτυάρ(ι) + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φραγκόφτυαρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία