φουκαριάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φουκαριάρης | η | φουκαριάρα | το | φουκαριάρικο |
γενική | του | φουκαριάρη | της | φουκαριάρας | του | φουκαριάρικου |
αιτιατική | τον | φουκαριάρη | τη | φουκαριάρα | το | φουκαριάρικο |
κλητική | φουκαριάρη | φουκαριάρα | φουκαριάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φουκαριάρηδες | οι | φουκαριάρες | τα | φουκαριάρικα |
γενική | των | φουκαριάρηδων | — | των | φουκαριάρικων | |
αιτιατική | τους | φουκαριάρηδες | τις | φουκαριάρες | τα | φουκαριάρικα |
κλητική | φουκαριάρηδες | φουκαριάρες | φουκαριάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φουκαριάρης < μορφή επιθέτου του ουσιαστικού φουκαράς
Επίθετο
επεξεργασίαφουκαριάρης -α -ικο
- ο φουκαράς, ο ταλαίπωρος άνθρωπος
- Φουκαριάρης άνθρωπος, φουκαριάρα γυναίκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φουκαριάρης
|