Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοροκαταιγίδα οι φοροκαταιγίδες
      γενική της φοροκαταιγίδας των φοροκαταιγίδων
    αιτιατική τη φοροκαταιγίδα τις φοροκαταιγίδες
     κλητική φοροκαταιγίδα φοροκαταιγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοροκαταιγίδα < φόρ(ος) + -ο- + καταιγίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοροκαταιγίδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία