φοροεπιδρομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφοροεπιδρομή θηλυκό
- (οικονομία, νεολογισμός) η γενικευμένη με χαρακτήρα επιδρομής φορολόγηση αγαθών, είτε με προσαύξηση της υφισταμένης φορολογίας τους, είτε με επιβολή νέας
- ※ Η φοροεπιδρομή της Ρωσίας για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο (capital.gr, 13/6/2024 [1])
- ≈ συνώνυμα: φοροκαταιγίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φοροεπιδρομή
|
Πηγές
επεξεργασία- φοροεπιδρομή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- φοροεπιδρομή - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009.