φοροελάφρυνση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φοροελάφρυνση | οι | φοροελαφρύνσεις |
γενική | της | φοροελάφρυνσης* | των | φοροελαφρύνσεων |
αιτιατική | τη | φοροελάφρυνση | τις | φοροελαφρύνσεις |
κλητική | φοροελάφρυνση | φοροελαφρύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φοροελαφρύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φοροελάφρυνση (νεολογισμός) < φόρος + -ο- + ελάφρυνση
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφοροελάφρυνση θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)
- (νεολογισμός, οικονομία) η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών
Συγγενικά
επεξεργασία- φοροελαφρυντικός
- → δείτε τις λέξεις φόρος, φέρω και ελαφρύς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φοροελάφρυνση
Πηγές
επεξεργασία- φοροελάφρυνση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- φοροελάφρυνση - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009.