↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοροελάφρυνση οι φοροελαφρύνσεις
      γενική της φοροελάφρυνσης* των φοροελαφρύνσεων
    αιτιατική τη φοροελάφρυνση τις φοροελαφρύνσεις
     κλητική φοροελάφρυνση φοροελαφρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φοροελαφρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φοροελάφρυνση (νεολογισμός) < φόρος + -ο- + ελάφρυνση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fo.ɾo.eˈla.fɾin.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φοροελάφρυνση θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • φοροελάφρυνσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • φοροελάφρυνση - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009.