Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φονικό τα φονικά
      γενική του φονικού των φονικών
    αιτιατική το φονικό τα φονικά
     κλητική φονικό φονικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φονικό ουσιαστικοποιημένο επίθετο <από το ουδέτερο του επιθέτου φονικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φονικό ουδέτερο

  • ο φόνος, συνήθως για "διπλό φονικό", αλλά και μόνον για ένα
    Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε/πώς έγινε τούτο το φονικό·/την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,/το στέγνωμα της αγάπης· (Γ. Σεφέρης)


  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φονικό