Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
murder murders

murder (en)

ενεστώτας murder
γ΄ ενικό ενεστώτα murders
αόριστος murdered
παθητική μετοχή murdered
ενεργητική μετοχή murdering

murder (en)

  • δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον σκόπιμα και παράνομα
    ⮡  They murdered him in an ambush in order to rob him.
    Τον δολοφόνησαν σε ενέδρα για να τον ληστέψουν.
    ⮡  an unknown person was found murdered - άγνωστος βρέθηκε δολοφονημένος