↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλουδερός η φλουδερή το φλουδερό
      γενική του φλουδερού της φλουδερής του φλουδερού
    αιτιατική τον φλουδερό τη φλουδερή το φλουδερό
     κλητική φλουδερέ φλουδερή φλουδερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλουδεροί οι φλουδερές τα φλουδερά
      γενική των φλουδερών των φλουδερών των φλουδερών
    αιτιατική τους φλουδερούς τις φλουδερές τα φλουδερά
     κλητική φλουδεροί φλουδερές φλουδερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλουδερός < φλούδ(α) + -ερός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /flu.ðeˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλου‐δε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

φλουδερός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία