φλοτεράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φλοτεράκι | τα | φλοτεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φλοτεράκι | τα | φλοτεράκια |
κλητική | φλοτεράκι | φλοτεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλοτεράκι < φλοτέρ + υποκοριστικό επίθημα -άκι < γαλλική flotteur < flotter + -eur < μέση γαλλική flotter < παλαιά γαλλικά floter < φραγκικά *flotōn < πρωτογερμανική *flutōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *plew-, *plōw- (ρέω, κυλώ, κολυμπώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλοτεράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του φλοτέρ
Μεταφράσεις επεξεργασία
φλοτεράκι
|