Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλοτέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική flotteur[1] < flotter +‎ -eur < μέση γαλλική flotter < παλαιά γαλλικά floter < φραγκικά *flotōn < πρωτογερμανική *flutōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *plew-, *plōw- (ρέω, κυλώ, κολυμπώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλοτέρ ουδέτερο άκλιτο

  1. ειδική κατασκευή που διακόπτει την παροχή και ροή νερού σε καζανάκι, ντεπόζιτο ή δεξαμενή, προκειμένου να μην έχουμε υπερχείλιση
  2. ελαφρύ σώμα που επιπλέει και συμβάλλει στην πλεύση άλλων σωμάτων
     συνώνυμα: πλωτήρας
  3. καθένας από τους δύο ή περισσότερους στεγανούς πλωτήρες ενός υδροπλάνου, με τους οποίους επιπλέει στο νερό
  4. σημαδούρα που επιπλέει

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία