Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φιστικάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φιστικ
άς
οι
φιστικ
άδες
γενική
του
φιστικ
ά
των
φιστικ
άδων
αιτιατική
τον
φιστικ
ά
τους
φιστικ
άδες
κλητική
φιστικ
ά
φιστικ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φιστικάς
<
φιστίκι
+
-άς
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
fi.stiˈkas
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φιστικάς
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που πουλάει
φιστίκια
(
επάγγελμα
) ο
ιδιοκτήτης
φιστικεώνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φιστικάς
γαλλικά
:
vendeur
(fr)
de
pistaches
(fr)