↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλωτίτικος η φιλωτίτικη το φιλωτίτικο
      γενική του φιλωτίτικου της φιλωτίτικης του φιλωτίτικου
    αιτιατική τον φιλωτίτικο τη φιλωτίτικη το φιλωτίτικο
     κλητική φιλωτίτικε φιλωτίτικη φιλωτίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλωτίτικοι οι φιλωτίτικες τα φιλωτίτικα
      γενική των φιλωτίτικων των φιλωτίτικων των φιλωτίτικων
    αιτιατική τους φιλωτίτικους τις φιλωτίτικες τα φιλωτίτικα
     κλητική φιλωτίτικοι φιλωτίτικες φιλωτίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλωτίτικος < Φιλιωτίτ(ης) + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλωτίτικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία