Δείτε επίσης: Φιλόσοφων, φιλοσόφων, φιλοσόφων, Φιλοσόφων, φιλοσοφών

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φιλοσοφῶν φιλοσοφοῦσ τὸ φιλοσοφοῦν
      γενική τοῦ φιλοσοφοῦντος τῆς φιλοσοφούσης τοῦ φιλοσοφοῦντος
      δοτική τῷ φιλοσοφοῦντ τῇ φιλοσοφούσ τῷ φιλοσοφοῦντ
    αιτιατική τὸν φιλοσοφοῦντ τὴν φιλοσοφοῦσᾰν τὸ φιλοσοφοῦν
     κλητική ! φιλοσοφῶν φιλοσοφοῦσ φιλοσοφοῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φιλοσοφοῦντες αἱ φιλοσοφοῦσαι τὰ φιλοσοφοῦντ
      γενική τῶν φιλοσοφούντων τῶν φιλοσοφουσῶν τῶν φιλοσοφούντων
      δοτική τοῖς φιλοσοφοῦσῐ(ν) ταῖς φιλοσοφούσαις τοῖς φιλοσοφοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς φιλοσοφοῦντᾰς τὰς φιλοσοφούσᾱς τὰ φιλοσοφοῦντ
     κλητική ! φιλοσοφοῦντες φιλοσοφοῦσαι φιλοσοφοῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλοσοφοῦντε τὼ φιλοσοφούσ τὼ φιλοσοφοῦντε
      γεν-δοτ τοῖν φιλοσοφούντοιν τοῖν φιλοσοφούσαιν τοῖν φιλοσοφούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

φιλοσοφῶν, -οῦσα, -οῦν

Δείτε επίσης επεξεργασία