Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιλιατρό τα φιλιατρά
      γενική του φιλιατρού των φιλιατρών
    αιτιατική το φιλιατρό τα φιλιατρά
     κλητική φιλιατρό φιλιατρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλιατρό < από τη μεσαιωνική λέξη φλετρόν < μεταγενέστερο ουσιαστικό φρέαρ (πηγάδι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλιατρό ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία