φιλελές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φιλελές | οι | φιλελέδες |
γενική | του | φιλελέ | των | φιλελέδων |
αιτιατική | τον | φιλελέ | τους | φιλελέδες |
κλητική | φιλελέ | φιλελέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλελές (νεολογισμός) < περικοπή του νεοφιλελεύθερος → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλελές αρσενικό
- (αργκό, ειρωνικό, πολιτική) αυτός που ασπάζεται στην πολιτική τον φιλελευθερισμό / νεοφιλελευθερισμό
- ※ Γενικώς ελέγχεσαι ως «φιλελές» όταν είσαι αυτό που δεν αρέσει στα θορυβώδη αμφιθέατρα ή, τέλος πάντων, δυσφορείς πια με ανεδαφικά κλισέ και παραμύθιασμα με όρους και κώδικες των 70s.
- athensvoice.gr
- ≈ συνώνυμα: λελές