Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλελές οι φιλελέδες
      γενική του φιλελέ των φιλελέδων
    αιτιατική τον φιλελέ τους φιλελέδες
     κλητική φιλελέ φιλελέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλελές (νεολογισμός) < περικοπή του νεοφιλελεύθερος λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλελές αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία