Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλειρηνιστικός η φιλειρηνιστική το φιλειρηνιστικό
      γενική του φιλειρηνιστικού της φιλειρηνιστικής του φιλειρηνιστικού
    αιτιατική τον φιλειρηνιστικό τη φιλειρηνιστική το φιλειρηνιστικό
     κλητική φιλειρηνιστικέ φιλειρηνιστική φιλειρηνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλειρηνιστικοί οι φιλειρηνιστικές τα φιλειρηνιστικά
      γενική των φιλειρηνιστικών των φιλειρηνιστικών των φιλειρηνιστικών
    αιτιατική τους φιλειρηνιστικούς τις φιλειρηνιστικές τα φιλειρηνιστικά
     κλητική φιλειρηνιστικοί φιλειρηνιστικές φιλειρηνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλειρηνιστικός < φιλειρηνιστής

  Επίθετο επεξεργασία

φιλειρηνιστικός

  1. σχετικός με τoν φιλειρηνιστή
    στις φιλειρηνιστικές οργανώσεις συμμετέχουν πολλοί ακτιβιστές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία