Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιαλοθήκη οι φιαλοθήκες
      γενική της φιαλοθήκης των φιαλοθηκών
    αιτιατική τη φιαλοθήκη τις φιαλοθήκες
     κλητική φιαλοθήκη φιαλοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιαλοθήκη < φιάλ(η) + -ο- + -θήκη, (μαρτυρείται από το 1835)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιαλοθήκη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)