↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φημολογία οι φημολογίες
      γενική της φημολογίας των φημολογιών
    αιτιατική τη φημολογία τις φημολογίες
     κλητική φημολογία φημολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φημολογία < φήμ(η) + -ο- + -λογία [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φημολογία θηλυκό

  • σύνολο από ανεπιβεβαίωτες ή και παντελώς αστήρικτες φήμες, διαδόσεις, σχετικά με ένα θέμα
    ⮡  στις κρισιμες στιγμές η αγωνία και τα συμφέροντα οδηγούν σε ακατάσχετες και επικίνδυνες φημολογίες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φήμη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.