φημολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφημολογία θηλυκό
- σύνολο από ανεπιβεβαίωτες ή και παντελώς αστήρικτες φήμες, διαδόσεις, σχετικά με ένα θέμα
- ⮡ στις κρισιμες στιγμές η αγωνία και τα συμφέροντα οδηγούν σε ακατάσχετες και επικίνδυνες φημολογίες
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φήμη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.