Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φευγάτισμα τα φευγατίσματα
      γενική του φευγατίσματος των φευγατισμάτων
    αιτιατική το φευγάτισμα τα φευγατίσματα
     κλητική φευγάτισμα φευγατίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φευγάτισμα < φευγατίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φευγάτισμα ουδέτερο

  1. η φυγάδευση καταδιωκομένων, η απόδραση συνήθως με συνεργό
  2. η απομάκρυνση αντικειμένων, το κρύψιμο σε άλλο μέρος, για να μην τα βρει κάποιος που τα αναζητεί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία