φευγάτισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φευγάτισμα < φευγατίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
φευγάτισμα ουδέτερο
- η φυγάδευση καταδιωκομένων, η απόδραση συνήθως με συνεργό
- η απομάκρυνση αντικειμένων, το κρύψιμο σε άλλο μέρος, για να μην τα βρει κάποιος που τα αναζητεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φευγάτισμα
|