φερετραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφερετραγωγός αρσενικό
- (λόγιο, σπάνιο, λογοτεχνικό) αυτός που κουβαλάει το φέρετρο κατά τη διαδικασία της κηδείας - λεξιπλασία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
- ※ Ὁ πτωχὸς Σακελλάριος δὲν ἤθελε νὰ ξεπλατίσῃ οὔτε νεκροθάπτας, οὔτε νεκροπομπούς, οὔτε φερετραγωγούς, οὔτε τοὺς φίλους, ὅσοι θὰ ἐπροαιροῦντο ν᾿ ἀνοίξωσι τὰ βαλάντια διὰ νὰ συνεισφέρωσι τὰ ἔξοδα τῆς κηδείας (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Αὐτοκτόνος (1954), [1])
- ※ Ούτε κηδεία, ούτε παππάς, ούτε νεκροθάφτες και φερετραγωγοί. (Ο Παπαδιαμάντης και η αυτοκτονία στη λογοτεχνία, www.lifo.gr, 28.04.2024 [2])
Μεταφράσεις
επεξεργασία φερετραγωγός
|