Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φερετραγωγός οι φερετραγωγοί
      γενική του φερετραγωγού των φερετραγωγών
    αιτιατική τον φερετραγωγό τους φερετραγωγούς
     κλητική φερετραγωγέ φερετραγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φερετραγωγός < φέρετρ(ο) + -αγωγός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φερετραγωγός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία