φατριαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φατριαστικός < ελληνιστική κοινή φρατριαστικός [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fa.tɾi.a.stiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
φατριαστικός, -ή, -ό
- σχετικός με φατριαστή, με ομαδικές ενέργειες αντίθετες προς τα συμφέροντα της ευρυτερης ομάδας (κόμματος, συνδικάτου κ.λπ.) στην οποία τυπικά η ομάδα αυτή ανήκει
- φατριαστική συμπεριφορά
Συγγενικά επεξεργασία
- φατριαστικά
- → δείτε τη λέξη φατρία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φατριαστικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φατριαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας