Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φασματοσκοπικός η φασματοσκοπική το φασματοσκοπικό
      γενική του φασματοσκοπικού της φασματοσκοπικής του φασματοσκοπικού
    αιτιατική τον φασματοσκοπικό τη φασματοσκοπική το φασματοσκοπικό
     κλητική φασματοσκοπικέ φασματοσκοπική φασματοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φασματοσκοπικοί οι φασματοσκοπικές τα φασματοσκοπικά
      γενική των φασματοσκοπικών των φασματοσκοπικών των φασματοσκοπικών
    αιτιατική τους φασματοσκοπικούς τις φασματοσκοπικές τα φασματοσκοπικά
     κλητική φασματοσκοπικοί φασματοσκοπικές φασματοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασματοσκοπικός < φασματοσκοπία

  Επίθετο επεξεργασία

φασματοσκοπικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία