φασαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φασαίος | οι | φασαίοι |
γενική | του | φασαίου | των | φασαίων |
αιτιατική | τον | φασαίο | τους | φασαίους |
κλητική | φασαίε | φασαίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /faˈse.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐σαί‐ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφασαίος αρσενικό (θηλυκό φασαία)
- (νεολογισμός, αργκό) αυτός που κοινωνικά και πολιτισμικά κινείται και δρα αποκλειστικά εντός μιας «φάσης», δηλαδή εντός ενός συνόλου ανθρώπων που έχουν παρόμοιες συμπεριφορές οι οποίες θεωρούνται εναλλακτικές, χωρίς ωστόσο να είναι περιθωριακές, που συχνάζουν σε συγκεκριμένα μαγαζιά, που έχουν κοινούς ενδυματολογικούς κώδικες, μουσικές προτιμήσεις κ.τ.π., χωρίς να κατανοεί πλήρως αυτό που κάνει αλλά αντιθέτως το κάνει σε ένα επιφανειακό επίπεδο.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φασαίος
|