Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χίπστερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hipster

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χίπστερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • άτομο που ντύνεται βάσει του αντίστοιχου στυλ

  Μεταφράσεις επεξεργασία