Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαρί τα φαριά
      γενική του φαριού των φαριών
    αιτιατική το φαρί τα φαριά
     κλητική φαρί φαριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρί < μεσαιωνική ελληνική φαρίν < αραβική فرس (faras, άλογο) < ρίζα ف ر س (f-r-s) (σπάζω, συντρίβω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρί ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία