φαρίν
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφαρίν ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) το πολεμικό άλογο ή το άλογο ιππασίας, το άτι
- ※ φαρίν ἐκαβαλίκευεν φιτυλόν, ἀστεράτον· ἔμπροσθεν εἰς τὸ μέτωπον χρυσὸν ἀστέρα εἶχε
- ⌘ Βασίλειος Διγενής Ακρίτης, Ζ 304, χειρόγραφο Grottaferrata
- ※ φαρίν ἐκαβαλίκευεν φιτυλόν, ἀστεράτον· ἔμπροσθεν εἰς τὸ μέτωπον χρυσὸν ἀστέρα εἶχε
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φαρί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .