Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρίν < (άμεσο δάνειο) αραβική فرس (faras, άλογο) [1] < ρίζα ف ر س (f-r-s) (σπάζω, συντρίβω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαρίν ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φαρί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.