↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανταγμός οι φανταγμοί
      γενική του φανταγμού των φανταγμών
    αιτιατική τον φανταγμό τους φανταγμούς
     κλητική φανταγμέ φανταγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φανταγμός < φαντασμός < ελληνιστική κοινή φαντασμός[1] < αρχαία ελληνική φαντάζω < φαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φανταγμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φαντασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.