Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαναριτζίδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φαναριτζίδικ
ο
τα
φαναριτζίδικ
α
γενική
του
φαναριτζίδικ
ου
των
φαναριτζίδικ
ων
αιτιατική
το
φαναριτζίδικ
ο
τα
φαναριτζίδικ
α
κλητική
φαναριτζίδικ
ο
φαναριτζίδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαναριτζίδικο
<
φαναρτζής
+
-ίδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαναριτζίδικο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
) το
κατάστημα
ή
εργαστήριο
του
φαναρτζή
≈
συνώνυμα
:
λευκοσιδηρουργείο
,
φανοποιείο