φανανάπτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φανανάπτης αρσενικό
- (επάγγελμα) εκείνος που άναβε τα φανάρια στους φανοστάτες των δρόμων, πριν από την ηλεκτροδότηση
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φανανάπτης
|